- Ἐνδηίδες
- Ἐνδηίςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδηίδες — ἐνδηΐδες, αι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ νύμφαι ἐν Κύπρῳ» … Dictionary of Greek